διμήτριος

διμήτριος
διμήτριος, ο (Α)
ο διμήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + -μήτριος < μήτηρ (-τρός) (πρβλ. ομομήτριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”